- μοναχικῆς
- μοναχικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποταγή — η (AM ἀποταγή) [αποτάσσω] 1. απάρνηση, αποκήρυξη 2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία 3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα 4.… … Dictionary of Greek
Ιωάννης του Σταυρού — (Juan de la Cruz, 1542 – 1591).Ισπανός μυστικιστής ποιητής. Σε ηλικία 21 ετών έγινε μέλος του τάγματος των Καρμηλιτών και μετονομάστηκε από Αλφόνσο σε Ιωάννη. Χάρη στη βαθιά του πίστη στον Θεό, στην αγνότητα του χαρακτήρα του και στη φιλομάθειά… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… … Dictionary of Greek
αρχιμανδρίτης — Ο προϊστάμενος της πνευματικής μάνδρας, δηλαδή ο ηγούμενος ενός μοναστηριού. Ο τίτλος αυτός δόθηκε για πρώτη φοράστους ηγούμενους των μοναστηριών της Μεσοποταμίας, που τα ονόμαζαν συνήθως μάνδρες. Από τα μοναστήρια αυτά, ο τίτλος μεταδόθηκε και… … Dictionary of Greek
επιστασία — η (AM ἐπιστασία Α και ἐπιστασίη) [επιστάτης] 1. επίβλεψη, επιτήρηση 2. φροντίδα, επιμέλεια μσν. νεοελλ. φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα τής μοναχικής πολιτείας τού Ἁγίου Όρους νεοελλ. υπηρεσία από αξιωματικούς … Dictionary of Greek
ερημιτισμός — ο [ερημίτης] το σύστημα μοναχικής ζωής, ο μοναχισμός, ο ασκητισμός … Dictionary of Greek
Αικατερίνη (αγία) — (Αλεξάνδρεια τέλη 3ου αι. – 305 ή 307 μ.Χ.). Αγία, μεγαλομάρτυρας του χριστιανισμού, η πανεύφημος νύμφη του Χριστού. Τιμάται εξίσου λαμπρά και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι το γένος της … Dictionary of Greek
Αντώνιος o Μέγας — (Αίγυπτος 250; – Θήβαι, Αίγυπτος 356;). Άγιος της Ανάτ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γόνος πλούσιων χριστιανών, μετά τον θάνατο των γονέων του (ήταν τότε20 ετών) μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε ασκητής. Ο Α. έγινε ονομαστός όχι από τα… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek